- μονωτοκάρδια
- ταζωολ. τάξη γαστερόποδων μαλακίων η οποία περιλαμβάνει 23.000 περίπου είδη, με σπειροειδές όστρακο, ένα μόνο βράγχιο, έναν νεφρό και μία καρδιακή βαλβίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monotocardia (μον[ο]-* + οὖς, ὠτός + καρδία)].
Dictionary of Greek. 2013.